23 Ιουνίου 1996: ο Ανδρέας Παπανδρέου περνά στην ιστορία. Υπήρξε σίγουρα ο πιο ταλαντούχος αλλά και μακράν ο πιο αμφιλεγόμενος ηγέτης της περιόδου της Μεταπολίτευσης στην Ελλάδα. Μια προσωπικότητα που σφράγισε ανεξίτηλα τη δεκαετία του ’80, αφήνοντας όμως βαριά κληρονομιά στους επιγόνους του και στο πολιτικό μας σύστημα. Έτσι, ακόμα και άθελά τους, οι ηγέτες που τον διαδέχθηκαν στην πρωθυπουργία έζησαν στη σκιά του: ο Σημίτης, τον οποίο ουδέποτε συμπάθησε, επιχείρησε, ανεπιτυχώς, να περιορίσει το κομματικό κράτος που παρέλαβε, ο Καραμανλής υπήρξε θαυμαστής της εξωτερικής πολιτικής του, ο γιός του Γιώργος προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να «σκοτώσει» το κόμμα που του κληροδότησε, ο Σαμαράς καθιέρωσε τη συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, ο Τσίπρας τον μιμήθηκε σε ύφος και τακτικισμούς. Ακόμα και ο σημερινός πρωθυπουργός, που δημοσίως απεχθάνεται το λαϊκισμό, ακολουθεί επιμελώς πολιτική παροχών με εκλογική στόχευση. Γιατί όμως η ελληνική πολιτική εξακολουθεί να ζει με την «κληρονομιά» του Ανδρέα; Και πόσο ωφέλιμο είναι αυτό για τον τόπο;
«Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα!»
Η απάντηση βρίσκεται μάλλον στη συλλογική ψυχοσύνθεση του ελληνικού λαού, ενός λαού «του ύψους και του βάθους», ικανού για το καλύτερο αλλά και για το χειρότερο. Στη νοοτροπία του Έλληνα που, αντί να δουλέψει στην παραγωγική οικονομία, επιδιώκει το βόλεμα στο Δημόσιο, που τον συντηρούν ως τα 40 και βάλε οι γονείς του, που δεν πληρώνει φόρους και ταμεία για να κάνει «ντόλτσε βίτα», που καταστρέφει ό,τι δημόσιο και κοινόχρηστο. Και ο Ανδρέας, με το διπολικό χαρακτήρα του, υπήρξε άριστος χειριστής της μάζας και των ενστίκτων της. Έτσι, από τα «μπάνια του λαού» έως την «ώρα ΠΑΣΟΚ» και το «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα!», η λαϊκίστικη αυτή πολιτική ρίζωσε βαθιά σε μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, που αποθέωνε τον εκφραστή της, αγνοώντας τις μακροπρόθεσμες συνέπειές της. Ακόμα και σήμερα, παρά τα όσα συνέβησαν την τελευταία δωδεκαετία στη χώρα και οδήγησαν τη νέα γενιά στην επώδυνη μετανάστευση, πολλοί, κυρίως μεγαλύτερης ηλικίας, επιμένουν παραδόξως να νοσταλγούν «τα χρόνια του Αντρέα».
Η Ελλάδα στη δίνη του λαϊκισμού: μια από τα ίδια ή πορεία προς το μέλλον;
Με τη χώρα να οδεύει ξανά σε πρόωρες εκλογές και την κοινωνία να υποφέρει από την ακρίβεια, που προκάλεσε η διεθνής κατάσταση αλλά επιδεινώνουν οι διαχρονικές ελληνικές παθογένειες, η επιλογή της πλειοψηφίας φαίνεται πως θα κινηθεί και πάλι στη λογική του προβληματικού δόγματος «το μη χείρων βέλτιστον». Η πολιτική των παροχών συνεχίζεται από κυβέρνηση και αντιπολίτευση, χωρίς καμιά διάθεση συναίνεσης για βαθιές, ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που θα βοηθήσουν να αλλάξουμε οριστικά σελίδα και να σώσουμε τη χαμένη (για πολλούς) νέα γενιά της κρίσης. Ο Ανδρέας λοιπόν, ευτυχώς ή δυστυχώς, «ζει» και είναι ακόμα εδώ.
Με δεδομένη όμως την όξυνση στα ελληνοτουρκικά, ας ακολουθήσει τουλάχιστον το πολιτικό σύστημα την πολιτική του Ανδρέα ως προς την αταλάντευτη αντιμετώπιση της Τουρκίας και την αποτελεσματική προστασία της κυριαρχίας μας στο Αιγαίο και ας σκεφτεί καλά τη συγκλονιστική ανάλυσή του, λίγο πριν πεθάνει, κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Νίκαιας στις 27.6.1995: «Βρίσκω ότι πάμε σ’ ένα είδος συρρίκνωσης της εθνικής δύναμης, αλλά όχι στο βωμό μιας συλλογικής δημοκρατικής διαδικασίας. Στο βωμό των κρίσεων και των συμφερόντων….υπάρχει σαφές σχέδιο για τη μηδενοποίηση των εθνικών κυβερνήσεων οι οποίες δεν θα μπορούν να παίξουν δημοκρατικά αποτελεσματικό ρόλο, αλλά θα υπόκεινται στις κατευθύνσεις που μας δίνει το Διευθυντήριο…». Και ας είναι αυτή πλέον η πολύτιμη και αξιόλογη παρακαταθήκη του για τη χώρα.