«-Η Ελλάς, θέλετε από παράδοση, θέλετε από συμφέροντα, ανήκει στο δυτικό κόσμο. Όταν λοιπόν το επαναλαμβάνετε, το ανήκομεν εις την Δύσιν. Και βέβαια ανήκομεν εις την Δύσιν!…
-Προτιμούμε να ανήκομεν εις τους Έλληνας».
Διάλογος Καραμανλή-Παπανδρέου, Βουλή των Ελλήνων, 12/6/1976
Το 2021, πέραν των 200 ετών από την Επανάσταση του 1821, η Ελλάδα «γιορτάζει» και μια ακόμη, σημαντική, επέτειο: αυτή των 40 ετών από την προσχώρηση της χώρας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες (τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση) το 1981. Με τη Συνθήκη που υπεγράφη από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στο γνωστό μας περιστύλιο του Ζαππείου Μεγάρου στις 28 Μαΐου 1979, επισφραγίστηκε, παρά την αντίθετη άποψη σχεδόν σύσσωμης της τότε αντιπολίτευσης (ειδικά του ΠΑΣΟΚ) και μεγάλης μερίδας της κοινής γνώμης, η στρατηγική του «ανήκομεν εις την Δύσιν», την οποία εύγλωττα περιέγραψε και υλοποίησε ο Μακεδόνας πολιτικός. 40 χρόνια μετά, η πορεία της Ελλάδας μοιάζει όλο και πιο εξαρτημένη από την ταραχώδη πορεία του ευρωπαϊκού εγχειρήματος και η επιρροή της χώρας στη λήψη των αποφάσεων του «Διευθυντηρίου» των Βρυξελλών έχει συρρικνωθεί σημαντικά. Τι πετύχαμε; Τι πήγε στραβά; Και κυρίως, ποια πρέπει να είναι η θέση μας στη νέα Ευρώπη από εδώ και το εξής;
Τα «πακέτα» της επίπλαστης ευημερίας
Το 1981 ο κόσμος ήταν ακόμα χωρισμένος σε δύο γεωπολιτικά στρατόπεδα και η Ελλάδα ζούσε τα πρώτα, δύσκολα χρόνια της Μεταπολίτευσης πληγωμένη από τις συνέπειες της κυπριακής τραγωδίας. Μόλις την περασμένη χρονιά, είχε επιστρέψει στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, απ’ όπου είχε αποχωρήσει το 1974, ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την αμερικανική στάση στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Η οικονομία της ήταν εύθραυστη καθώς ζούσε τις οδυνηρές συνέπειες της πρώτης πετρελαϊκής κρίσης, ενώ πολλοί αμφισβητούσαν το ευρωπαϊκό της μέλλον λόγω της αναμενόμενης κυβερνητικής αλλαγής και της επίσημης θέσης του Ανδρέα Παπανδρέου για δημοψήφισμα σχετικά με την παραμονή της χώρας στην Κοινότητα.
Κι όμως, τίποτα δεν αλλάζει το νομοτελειακό χαρακτήρα της ένταξης. Ο Ανδρέας πραγματοποιεί μεγαλοπρεπή κυβίστηση, ξεχνώντας τις προεκλογικές παρόλες, και επικεντρώνεται, ορθώς, στην εξασφάλιση πόρων για την υστερούσα σε σχέση με τους εταίρους της ελληνική οικονομία. Η χώρα όμως αποδεικνύεται ανέτοιμη να διαχειριστεί επωφελώς τους πόρους των περίφημων «Πακέτων Ντελόρ» που καταλήγουν κυρίως σε τσέπες ημετέρων και λίγα έργα βιτρίνας, ενώ οι ελληνικές επιχειρήσεις μένουν πίσω σε ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα, για να «σαρωθούν» λίγα χρόνια αργότερα. Το δημόσιο χρέος και ο όγκος του δημοσίου τομέα αυξάνονται σημαντικά. Έτσι τελείωσε η πρώτη δεκαετία της ευρωπαϊκής Ελλάδας.
Μάαστριχτ-Λισαβώνα: μια διαδρομή εύθραυστης αισιοδοξίας
Στις αρχές της δεκαετίας του 90, επέρχονται κοσμογονικές αλλαγές: η Σοβιετική Ένωση και το «σιδηρούν παραπέτασμα» καταρρέουν , η Γιουγκοσλαβία διαλυόταν με ταχύτατο ρυθμό, η Γερμανία επανενώνεται και ισχυροποιείται, ενώ στην Ελλάδα κυριαρχούν το σκάνδαλο Κοσκωτά και η διαμάχη για το όνομα της Μακεδονίας. Η νεοεκλεγείσα κεντροδεξιά κυβέρνηση Μητσοτάκη υπογράφει, με συναίνεση ΠΑΣΟΚ και Συνασπισμού, τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, που ιδρύει την Ευρωπαϊκή Ένωση εισάγει το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα. Υποστηρίζεται διακομματικά η πολιτική της λιτότητας με στόχο τη σταδιακή σύγκλιση με το μέσο όρο της Ευρώπης. Όμως και πάλι τα νέα ευρωπαϊκά πακέτα αξιοποιούνται πλημμελώς, οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν ανακάμπτουν, η κρίση των Ιμίων οδηγεί σε εκτόξευση τις αμυντικές δαπάνες, ενώ η χώρα αναλαμβάνει τη δαπανηρή διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004.
Η Ελλάδα μπαίνει στην Ευρωζώνη την 1η Ιανουαρίου του 2002, με κυβέρνηση Σημίτη. Η διάδοχός της, κυβέρνηση Καραμανλή, εκλέγεται το Μάρτιο του 2004, πασχίζοντας να ολοκληρώσει τα σημαντικά αλλά υπερτιμολογημένα ολυμπιακά έργα. Η χώρα ζει στο ρυθμό των επιτυχιών στο ποδόσφαιρο, στο μπάσκετ, στη Eurovision, ενώ η Κύπρος προσχωρεί στην Ε.Ε. έχοντας απορρίψει το Σχέδιο Ανάν για την επανένωσή της. Όμως, τα δύσκολα είναι μπροστά. Την αποτυχία του Σχεδίου για «Ευρωπαϊκό Σύνταγμα», ακολουθεί η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 που κλονίζει την Ευρώπη. Το δίδυμο Μέρκελ-Σόιμπλε επεμβαίνει δυναμικά. Είναι η ευκαιρία της Γερμανίας να ηγεμονεύσει την Ευρώπη με το «μαστίγιο» της δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Η «γερμανοποίηση» και τα ελληνικά αδιέξοδα
Το κλίμα αισιοδοξίας τελειώνει απότομα στην Ευρώπη και αναζητούνται ένοχοι. Με αποδιαρθρωμένη παραγωγική βάση, διογκωμένο δημόσιο τομέα και υψηλότατο δημόσιο χρέος, η Ελλάδα είναι το τέλειο θύμα. Ιδανικός αυτόχειρας; Ο Γιώργος (καθόλου Ανδρέα) Παπανδρέου που οδηγεί τη χώρα στα περιβόητα μνημόνια και στην «αγκαλιά» του Δ.Ν.Τ. Η συνέχεια είναι γνωστή: Μνημόνιο 1, 2 και 3, οικονομική και πολιτική κρίση, εναλλαγή κυβερνήσεων συνεργασίας, βαθιά ύφεση και κοινωνική αιμορραγία. Η Ευρώπη, για την Ελλάδα, μεταβλήθηκε απότομα από καλόπιστο χρηματοδότη σε δυνάστη με γερμανικό προσωπείο. Όμως και η ίδια βίωσε μαζί μας συγκλονιστικές εξελίξεις. Χρέος, μεταναστευτική κρίση, Brexit. Μια οδυνηρή δεκαετία και για τους δυο. Και μετά η πανδημία. Πώς προδιαγράφεται λοιπόν το μέλλον της Ελλάδας και ποια η σχέση της με την Ευρώπη εφεξής;
Επιστροφή στο φως ή παράδοση στο σκοτάδι;
Παρά τα επιμέρους ζητήματα, η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ενωμένη Ευρώπη ήταν πλειοψηφικά θετική για τους περισσότερους Έλληνες και προσέφερε σταθερότητα στη χώρα. Δεν είναι όμως πανάκεια ούτε μπορεί από μόνης της να παράγει μια ισχυρότερη Ελλάδα, όπως ψευδώς είχε καλλιεργήσει την εντύπωση το ελληνικό πολιτικό σύστημα τα τελευταία 40 χρόνια. Η Ευρώπη πρέπει να αλλάξει ρότα σε πολλά ζητήματα για να επιβιώσει και να συνεχίσει με επιτυχία το ταξίδι της ενοποίησης. Και η Ελλάδα πρέπει να πρωταγωνιστήσει στην προσπάθεια ουσιαστικής μεταρρύθμισης της Ευρώπης με συγκεκριμένες προτάσεις για την οικονομία, τη σύγκλιση, την εξωτερική πολιτική, την άμυνα, τη μετανάστευση. Οι Έλληνες είμαστε Ευρωπαίοι. Η Ελλάδα ανήκει στην Ευρώπη. Όχι όμως ως αποικία και προτεκτοράτο, αλλά ως ισχυρό έθνος και κυρίαρχο κράτος. Μόνο όταν ταυτίσουμε τα ευρωπαϊκά με τα ελληνικά συμφέροντα, θα έχουμε πιάσει τον ταύρο από τα κέρατα, αναβιώνοντας τον αρχαίο μύθο της αρπαγής της Ευρώπης. Οι Έλληνες ξέρουμε καλά από μύθους. Αρκεί να το αποδείξουμε.