Με τον όρο «Σεπτεμβριανά», έχει καθιερωθεί στη συλλογική μας μνήμη το πογκρόμ που εξαπέλυσε ο τουρκικός όχλος, υπό την καθοδήγηση της κυβέρνησης Μεντερές, εναντίον της πολυπληθούς και ευημερούσας έως τότε ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης στις 6 Σεπτεμβρίου 1955. Με αφορμή τη διάδοση μιας αποδεδειγμένα προβοκατόρικης έκρηξης αυτοσχέδιου μηχανισμού στο σπίτι του Κεμάλ στη Θεσσαλονίκη την ίδια μέρα, ένα μαινόμενο πλήθος 50.000 ατόμων στράφηκε κατά των ελληνικών περιουσιών στη συνοικία Πέραν. Οι λεηλασίες κράτησαν μέχρι τις πρωινές ώρες της 7ης Σεπτεμβρίου, όταν επενέβη ο στρατός, καθώς η κατάσταση κινδύνευε να τεθεί εκτός ελέγχου. Μέχρι τότε, οι τουρκικές αρχές παρέμειναν απαθείς, όταν δεν διευκόλυναν τους πλιατσικολόγους στο καταστροφικό τους «έργο».
Έτσι, μέσα σε λίγες ώρες, δεκάδες Έλληνες και Ελληνίδες της Πόλης σκοτώθηκαν και βιάστηκαν, ενώ καταστράφηκαν 73 εκκλησίες, 4.348 εμπορικά καταστήματα, 110 ξενοδοχεία, 27 φαρμακεία, 23 σχολεία, 21 εργοστάσια και περίπου 1000 κατοικίες, όλα ελληνικής ιδιοκτησίας. Αποτέλεσμα του διήμερου πογκρόμ ήταν να συρρικνωθεί έκτοτε δραματικά η κοινότητα των 100.000 έως τότε Ελλήνων που ζούσαν στην Πόλη, φτάνοντας στις μέρες μας μετά βίας τα 2.000 άτομα.
Μεντερές –Ερντογάν: μια ιστορική επανάληψη;
Και επειδή η ιστορία μοιραία επαναλαμβάνεται, οι ομοιότητες της τότε πολιτικής πραγματικότητας με τη σημερινή είναι κάτι παραπάνω από προφανείς:
-Όπως και σημερινός Τούρκος Πρόεδρος Ερντογάν, ο Μεντερές έπαιζε τότε διαρκώς το χαρτί του ισλαμικού φανατισμού, προκαλώντας εκνευρισμό στο κεμαλικό κατεστημένο της χώρας.
-Εξάλλου, όπως και σήμερα, η οικονομική κατάσταση στην Τουρκία του 1955 κάθε άλλο παρά ανθηρή ήταν, ενώ ο εθνικιστικός πυρετός ανέβαινε, δίνοντας στην ηγεσία της χώρας μια καλή αφορμή να αποσπάσει την κοινή γνώμη από τα προβλήματά της, στρέφοντάς την κατά των Ελλήνων.
-Επιπλέον, η Τουρκία απολάμβανε, όπως και σήμερα, την προστασία των ισχυρών χωρών του ΝΑΤΟ (Μεγάλη Βρετανία, ΗΠΑ), οι οποίες πίεσαν την Ελλάδα να μην εγείρει αξιώσεις εναντίον της, ούτε να προχωρήσει σε αντίποινα για τις διαπραχθείσες θηριωδίες της, ενώ μετέπειτα η ελληνική κυβέρνηση αποδέχθηκε, δυστυχώς, τη συμμετοχή της Τουρκίας ως εγγυήτριας δύναμης της ανεξαρτησίας της Κύπρου, με τα γνωστά αποτελέσματα.
Το πιο ανησυχητικό στοιχείο όμως είναι ότι τα γεγονότα του 1955 μεθοδεύτηκαν συνέβησαν, ενώσω διεξάγονταν στο Λονδίνο συνομιλίες μεταξύ Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας για το μετααποικιακό καθεστώς της Κύπρου, στην οποία από τον Απρίλιο του ίδιου έτους ήταν σε εξέλιξη ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ κατά των Βρετανών. Έτσι, η Ελλάδα παγιδεύτηκε έκτοτε αποδεχόμενη διαπραγματεύσεις και συνδιαχείριση με τους Τούρκους για την τύχη της Κύπρου, ενώ ταυτόχρονα η ελληνική μειονότητα σε Κωνσταντινούπολη, Ίμβρο και Τένεδο εκδιώχθηκε και συρρικνώθηκε δραματικά τα επόμενα χρόνια με πρόσχημα την εκάστοτε ένταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Το ίδιο συνέβη άλλωστε και το 1974 όταν, εν μέσω συνομιλιών στη Γενεύη για τον τερματισμό της τουρκικής εισβολής και την αποκατάσταση της ειρήνης στην Κύπρο, η Τουρκία προχώρησε στην επιχείρηση «Αττίλας ΙΙ» καταλαμβάνοντας το 37% του κυπριακού εδάφους, αφού είχε προηγουμένως αριστοτεχνικά εγκλωβίσει Ελλάδα και ελληνοκυπρίους σε έναν προσχηματικό διάλογο με τελεσίγραφα.
Οι ελληνοτουρκικές «διερευνητικές συνομιλίες»: ευκαιρία ή παγίδα;
Σήμερα, ο κίνδυνος να γραφεί ξανά μια μελανή σελίδα στη σύγχρονη ιστορία μας είναι, δυστυχώς, ξανά ορατός. Και αυτό διότι μετά από ένα θερμό καλοκαίρι διαρκών προκλήσεων με σοβαρές παραβιάσεις της ελληνικής και κυπριακής υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ από τα τουρκικά ερευνητικά πλοία, και ενώ οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις έδειξαν τα «δόντια» τους στον επίδοξο εισβολέα υπερασπιζόμενες επιτυχώς την κυριαρχία μας, η χώρα μας οδηγείται εκ νέου σε «διερευνητικές συνομιλίες» με την Τουρκία με γερμανική μεθόδευση και έμμεση αμερικανική υποστήριξη.
Ο διάλογος αυτός είναι καταδικασμένος να αποτύχει, δεδομένης της καθολικής απροθυμίας της Τουρκίας να αποδεχθεί ως βάση συζήτησης τόσο το διεθνές δίκαιο της θάλασσας όσο και τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, τα οποία εξάλλου ουδέποτε έχει υπογράψει, αλλά και των μαξιμαλιστικών θέσεων που σκόπιμα προβάλλει περί αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Αιγαίου, ενίσχυσης της μειονότητας της Θράκης, διαμοιρασμού των πλουτοπαραγωγικών πηγών της περιοχής κλπ. Εξάλλου, η τουρκική ηγεσία επαναφέρει διαρκώς την απειλή πολέμου κατά της Ελλάδας, αν ασκήσουμε το αυτονόητο δικαίωμά μας για επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια.
Την ίδια στιγμή όμως, η ελληνική κυβέρνηση φέρεται να έχει αποδεχθεί τη γερμανική κηδεμονία στις συνομιλίες αυτές, παρά τη διαχρονικά γνωστή φιλοτουρκική στάση της χώρας αυτής που είχε ολέθρια αποτελέσματα για τον Ελληνισμό, ενώ η διακήρυξη ότι συζητούμε μόνο για υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ με τους Τούρκους δεν φαίνεται πειστική, καθώς έχει ήδη υπάρξει έγγραφη συμφωνία από τον περασμένο Ιούλιο στο Βερολίνο με άγνωστη ατζέντα, όπως ομολόγησε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός σε άρθρο του πρόσφατα. Ταυτόχρονα, η επιβολή αποτελεσματικών κυρώσεων εκ μέρους της Ε.Ε. κατά της Τουρκίας μάλλον παραπέμπεται ξανά στις ελληνικές καλένδες, ενώ η Ελλάδα δεν προστατεύει επαρκώς τη μικρή Κύπρο απέναντι στις αφόρητες πιέσεις των Ευρωπαίων, μιλώντας για δύο ανεξάρτητα κράτη και παραγνωρίζοντας τις συνεχιζόμενες προκλήσεις της Τουρκίας στην κυπριακή ΑΟΖ.
Ας το συνειδητοποιήσουμε λοιπόν επιτέλους: η Τουρκία επιχειρεί διαχρονικά να επεκταθεί γεωπολιτικά εις βάρος της Ελλάδας και του ελληνισμού και μεθοδεύει διαρκώς τις κινήσεις της με όλα τα μέσα, στρατιωτικά και διπλωματικά. Απλώς εργαλειοποιεί το διάλογο ως πρόσχημα για την επιθετική στρατηγική της, χωρίς να τον επιθυμεί ουσιαστικά. Με μια διαφορά: Οι επιδιώξεις της ηγεσίας της είναι πλέον γνωστές και ξεκάθαρες. Κανένας δε μπορεί να πει αυτή τη φορά πως δεν γνώριζε. Ας ευχηθούμε λοιπόν αυτή τη φορά η ελληνική ηγεσία να μην εγκλωβιστεί σε προσχηματικές διαδικασίες δήθεν διαλόγου, κάνοντας εκπτώσεις στα εθνικά μας συμφέροντα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε συρρίκνωση της εθνικής μας κυριαρχίας τις παραμονές των 200 ετών από την ανεξαρτησία μας.