Μέσα σε ταραγμένο, λόγω άτυπης προεκλογικής περιόδου, πολιτικό κλίμα, η χώρα μας οδεύει, με πρωτοβουλία της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, σε διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος. Ο ελληνικός Καταστατικός Χάρτης, προϊόν της πικρής εμπειρίας της μεταπολεμικής περιόδου ως το 1974, συνιστά ένα ισορροπημένο και πλήρες συνταγματικό κείμενο, που εξυπηρέτησε τη σταθερότητα των πολιτειακών θεσμών έως σήμερα. Υπέστη δε ατυχείς αναθεωρήσεις, όπως αυτή του 1986, η οποία εγκαθίδρυσε μοντέλο πρωθυπουργικής παντοδυναμίας, ανατρέποντας τις ισορροπίες εξουσίας με τον έως τότε ισχυρό Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με δυσμενή αποτελέσματα. Αλλά και οι προτάσεις αναθεώρησης των κοινοβουλευτικών κομμάτων για την τρέχουσα αναθεώρηση, κινούνται, στην πλειοψηφία τους, σε ιδεοληπτική ή καιροσκοπική κατεύθυνση, παρά τα επιμέρους θετικά στοιχεία. Δύο όμως σημεία πρέπει να μας προβληματίσουν έντονα: οι αλλαγές της σχέσης κράτους-εκκλησίας και του τρόπου εκλογής του αρχηγού του κράτους.
Χωρισμός Κράτους- Εκκλησίας ή αλλοίωση της εθνικής ταυτότητας;
Όλα δείχνουν οργανωμένη μεθόδευση: στην αρχή, η κοινοβουλευτική πλειοψηφία παρουσιάζει πρόταση αναθεώρησης του άρθρου 3 του Συντάγματος, μιλώντας για «θρησκευτική ουδετερότητα» του κράτους και απαλείφοντας το Χριστό ως κεφαλή της Εκκλησίας από το προτεινόμενο κείμενο. Λίγες μέρες μετά, προς πλήρη αιφνιδιασμό της κοινής γνώμης, Πρωθυπουργός και Αρχιεπίσκοπος ανακοινώνουν «συμφωνία» για ρύθμιση των σχέσεων των δύο θεσμών με αντικατάσταση της πληρωμής των κληρικών από ισόποση κρατική επιδότηση της Εκκλησίας, ενώ η αντιπολίτευση αντιδρά, επιεικώς, χλιαρά. Πέραν των πρόσθετων προβλημάτων που δημιουργεί αυτή η «συμφωνία», γεννά προφανή ερωτήματα: Επέρχεται επί της ουσίας χωρισμός Κράτους-Εκκλησίας; Εξοικονομεί χρήματα το κράτος; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά αρνητική. Ποιον εξυπηρετεί λοιπόν η εικόνα ενός αδύναμου Αρχιεπισκόπου να συμπράττει στην κυβερνητική μεθόδευση; Κατά τη γνώμη μας, η θρησκευτική ελευθερία στην Ελλάδα προστατεύεται συνταγματικά επαρκώς και οι ρόλοι κράτους-Εκκλησίας είναι ήδη διακριτοί. Όποιος όμως συγκρίνει τη χώρα μας με χώρες της κεντρικής ή βόρειας Ευρώπης στο θέμα αυτό διακρίνεται είτε από άγνοια είτε ιδεοληψία. Η Ελλάδα χρειάζεται μια ισχυρή εθνική ταυτότητα, ειδικά στη σημερινή εποχή που οι απειλές ενισχύονται και η πατρίδα μας συρρικνώνεται δημογραφικά, οικονομικά και πολιτικά εις βάρος των γειτόνων μας. Και η ορθοδοξία είναι, για τη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων, αναπόσπαστο τμήμα της εθνικής μας ταυτότητας. Είναι επικρατούσα όχι μόνο αριθμητικά αλλά κυρίως συνειδησιακά και αξιακά. Συνεπώς, η σκοπούμενη πρόταση κινείται σε εσφαλμένη και επικίνδυνη κατεύθυνση , ενώ η ευθύνη της σημερινής εκκλησιαστικής ηγεσίας για συνέργεια στις αλλεπάλληλες απόπειρες αλλοίωσης της εθνικής μας φυσιογνωμίας (μνημονικά μέτρα, μακεδονικό, θρησκευτικά, συνταγματική αναθεώρηση) είναι, δυστυχώς, μεγάλη.
Ένας Πρόεδρος που ενώνει ή διχάζει το λαό;
Κατά τα λοιπά, οι προτάσεις κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης, αντί να αποκαθιστούν τη θεσμική ισορροπία στην προ του 1986 κατάσταση, ομονοούν στην τελική εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας απευθείας από το λαό (αντί της αυξημένης πλειοψηφίας της Βουλής). Για κάποιους, μια ακόμα εκλογική διαδικασία ίσως είναι φαινομενικά θετική. Ας μιλήσουμε σοβαρά: Ο ιστορικός συντακτικός νομοθέτης επιφύλαξε στον αρχηγό του κράτους ρόλο ρυθμιστή του πολιτεύματος και συμβόλου εθνικής ενότητας. Γι’ αυτό και το πολίτευμά μας είναι Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Ο Πρόεδρος δεν είναι και δεν πρέπει να γίνει αντικείμενο διχασμού μεταξύ των πολιτών. Γι’ αυτό, το Σύνταγμα «υποχρεώνει» επί της ουσίας τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις σε επιλογή προσώπου κοινής αποδοχής, που μπορεί να ενώσει. Αλλιώς, ο λαός με εκλογές αναδεικνύει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία που θα εκλέξει το νέο Πρόεδρο. Και το μοντέλο αυτό λειτούργησε άψογα ως σήμερα με εξαίρεση, ίσως, την εκλογή Σαρτζετάκη το 1985. Αντίθετα, μια εμπλοκή του αρχηγού του κράτους σε εκλογικά παιχνίδια, ειδικά στη χώρα μας, κινδυνεύει να υπονομεύσει σοβαρά το κύρος του θεσμού και πρέπει να απορριφθεί.
Συμπερασματικά, η επικείμενη αναθεώρηση κινδυνεύει να εξελιχθεί σε φιάσκο τακτικισμών, τραυματίζοντας βαθύτερα το ήδη απαξιωμένο πολιτικό σύστημα. Το Σύνταγμά μας είναι ήδη προοδευτικό και λειτουργικό. Με εξαίρεση κάποιες αρνητικές προσεγγίσεις (ευθύνη Υπουργών, απαγόρευση μη κρατικών Α.Ε.Ι, υπερβολική βουλευτική ασυλία, διορισμός ηγεσίας της Δικαιοσύνης) δε χρειάζεται αναθεώρηση. Αναθεώρηση, και μάλιστα βαθιά, χρειάζονται οι σημερινοί εκπρόσωποι των πολιτειακών θεσμών καθώς και η λειτουργία της δημόσιας διοίκησης. Όμως και γι’ αυτά, το Σύνταγμά μας έχει την απάντηση: όλα επαφίενται στον πατριωτισμό των Ελλήνων. Ας αποδείξουμε, επιτέλους, έμπρακτα ότι τον διαθέτουμε.